διαβατικός
Смотреть что такое "διαβατικός" в других словарях:
διαβατικός — transitive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός … Dictionary of Greek
διαβατικός — ή, ό ο περαστικός, αυτός που διαρκεί μόνο λίγο καιρό: Μην ανησυχείς, είναι διαβατική αρρώστια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβατικά — διαβατικός transitive neut nom/voc/acc pl διαβατικά̱ , διαβατικός transitive fem nom/voc/acc dual διαβατικά̱ , διαβατικός transitive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικώτερον — διαβατικός transitive adverbial comp διαβατικός transitive masc acc comp sg διαβατικός transitive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικῶν — διαβατικός transitive fem gen pl διαβατικός transitive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικόν — διαβατικός transitive masc acc sg διαβατικός transitive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικοί — διαβατικός transitive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικοῦ — διαβατικός transitive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικωτάταις — διαβατικός transitive fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβατικωτέροις — διαβατικός transitive masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)